φιλάλυπος

φιλάλυπος
-ον, Α
αυτός που αγαπά την χωρίς λύπες ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἄλυπος «ο δίχως λύπη, ο αμέριμνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλάλυπον — φιλάλυπος liking to be free from pain masc/fem acc sg φιλάλυπος liking to be free from pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”